- ἰσομήκεις
- ἰσομήκηςequal in lengthmasc/fem acc plἰσομήκηςequal in lengthmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
βούρτσα — η 1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση 2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» σκληρά και όρθια 3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ισόκνημος — ἰσόκνημος, ον (Α) αυτός που έχει ισομήκεις κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ολό κνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek
ισόχορδος — η, ο (Α ἰσόχορδος, ον) αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ χορδος, ολιγό χορδος] … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek
ομοστυλία — η βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο τα άνθη ενός είδους έχουν στύλους ισομήκεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι συμβαίνει κατά την ετεροστυλία … Dictionary of Greek
ομόστυλος — η, ο (για άνθη) αυτός που έχει ισομήκεις στύλους με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homostylous < ομ(ο) * + στύλος] … Dictionary of Greek
προγνέστρια — η, Ν μηχάνημα τών κλωστηρίων με το οποίο προπαρασκευάζεται το μαλλί ή το βαμβάκι με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν οι ίνες του ισομήκεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γνέθω + επίθημα τρια (πρβλ. καθαρίσ τρια) … Dictionary of Greek
ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… … Dictionary of Greek